πιθήκειος — of an ape masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκείων — πιθήκειος of an ape fem gen pl πιθήκειος of an ape masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκειον — πιθήκειος of an ape masc acc sg πιθήκειος of an ape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκείοις — πιθήκειος of an ape masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκείου — πιθήκειος of an ape masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκεία — πιθηκείᾱ , πιθήκειος of an ape fem nom/voc/acc dual πιθηκείᾱ , πιθήκειος of an ape fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκείας — πιθηκείᾱς , πιθήκειος of an ape fem acc pl πιθηκείᾱς , πιθήκειος of an ape fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek